εκτροπα

εκτροπα
yakışıksız, münasebetsiz

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐκτροπάν — ἐκτροπά̱ν , ἐκτροπή turning off fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκτροπάς — ἐκτροπά̱ς , ἐκτροπή turning off fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκτροπος — η, ο (Α ἔκτροπος, ον) Ι. αυτός που έχει υποστεί εκτροπή, που αποκλίνει από τον κανονικό δρόμο ή διεύθυνση επομένως άτοπος, απρεπής, ανάρμοστος νεοελλ. συν. στον πληθ. τα έκτροπα ανάρμοστες, άπρεπες πράξεις II. επίρρ. ἐκτρόπως κατά παρέκβαση από… …   Dictionary of Greek

  • αποδημία — H μετανάστευση· η μετακίνηση από έναν τόπο σε έναν άλλο. (Θρησκ.) Α. ονομάζεται στη θρησκευτική ορολογία η ομαδική μετάβαση των πιστών για προσκύνημα σε τόπους που θεωρούνται ιεροί. Γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα και αποτελεί κοινό έθιμο σε… …   Dictionary of Greek

  • έκτροπο — το (και συνήθως στον πληθ. έκτροπα), ανάρμοστη πράξη ή συμπεριφορά, απρέπεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”